-
1 παλύνω
A strew, sprinkle, λεύκ' ἄλφιτα πολλὰ πάλυνον (i.e. sprinkled in water, expld. by Sch. ἔμασσον, ἔφυρον) Il.18.560;ἐπὶ δ' ἄλφιτα λευκὰ παλύνειν Od.10.520
, cf. 11.28, etc.;τι ἐπί τινι S.Ant. 247
.II bestrew, besprinkle, with dat. of the thing sprinkled,παλύνας ἀλφίτου ἀκτῇ Od. 14.429
:—[voice] Pass.,ἁ σῦριγξ εὐρῶτι παλύνεται Theoc.4.28
.2 of liquids,κάρην ἱδρῶτι παλῦναι D.P.1049
. -
2 ἌΛφιτον
ἌΛφιτον, τό, gew. im plur., Gerstengraupe, Gerstenmehl, u. daraus bereitetes Brot; Xen. Mem. 2, 7, 5 von ἄρτος unterschieden. Bei Hom. überall Gerstenmehl; Od. 20, 108 ἔνϑ' ἄρα οἱ μύλαι εἴατο, τῇσιν δώδεκα πᾶσαι ἐπερρώοντο γυναῖκες ἄλφιτα τεύχουσαι καὶ ἀλείατα, μυελὸν ἀνδρῶν, 119 ἄλφιτα τευχούσῃ, Iliad. 11, 631 ἀλφίτου ἱεροῠ ἀκτήν vgl. mit 640 ἐπὶ δ' ἄλφιτα λευκὰ πάλυνεν, Apoll. lex. Hom. 23, 4 ἀλφίτου ἀκτήν περιφραστικῶς αὐτὸ τὸ ἄλφιτον, ἀπὸ τοῦ κατάγνυσϑαι τὴν κριϑήν, also gen. definitivus, 18, 560 λεύκ' ἄλφιτα πολλὰ πάλυνον, Od. 10, 520. 11, 28. 14, 77 ἐπὶ (ὁ) δ' ἄλφιτα λευκὰ παλύνειν (-ον, -εν), 14, 429 παλύνας ἀλφίτου ἀκτῇ, 10. 234 ἐν δέ σφιν τυρόν τε καὶ ἄλφιτα καὶ μέλι χλωρὸν οἴνῳ Πραμνείῳ ἐκύκα, 2, 290 ἄλφιτα, μυελὸν ἀνδρῶν, δέρμασιν ἐν πυκινοῖσιν, 2, 354 f. 380 ἐν δέ οἱ (μοι) ἄλφιτα χεῦεν (χεῦον) ἐυρραφέεσσι δοροῖσιν· (εἴκοσι δ' ἔστω μέτρα μυληφάτου ἀλφίτου ἀκτῆς), vgl. mit 19, 197 ἄλφιτα δῶκα καὶ αἴϑοπα οἶνον; – Her. 7, 119 u. Folgende; eine der gewöhnlichsten Speisen; daher allgemein = Lebensunterhalt, Brot, τί δέ μ' ὠφελήσουσ' οἱ ῥυϑμοὶ πρὸς τἄλφιτα, zum Broterwerb, Ar. Nub. 638; 107 πατρῷα ἄλφιτα väterliches Vermögen; ἱκανὰ ἄλφιτα παρὰ τῆς δικέλλης ἔχω Luc. Tim. 37; ἐς τὰ ἄλφιτα πονεῖν, für das Brot arbeiten, Gall. 1. – Orph. Lith. 212 ἄλφιτα λεπτὰ λίϑοιο, Steinmehl.
См. также в других словарях:
MELICRATUM — graece Μελίκρατον, h. e. mel lacte mixtum. in evocationibus Manium olim adhibitum. Circe apud Homerum Odyss. x. v. 517. iussit Ulyssem. Βόθρον ὄρυξ᾿ ὅσσόντε πυγούσιον, ἔνθα καὶ ἔνθα, Α᾿μφ᾿ αὐτῷ τε χοὴν χεῖςθαι πᾶσι νεκύεσσι, Πρῶτα μελικρήτῳ,… … Hofmann J. Lexicon universale
επιπαλύνω — ἐπιπαλύνω (Α) [παλύνω] πασπαλίζω («ἐπὶ δ’ ἄλφιτα λευκά παλύνειν», Ομ. Οδ.) … Dictionary of Greek